Η Saga του Εκλεκτού, all together

Ο Τζακ δε φαινόταν απ'έξω αυτό που ήταν. Ένας τραγουδιστής σε ένα δωμάτιο με καπνούς, η μυρωδιά του κρασιού και του φτηνού αρώματος, οι κλισέ στίχοι, όλα αυτά έκρυβαν καλά την πραγματική του ταυτότητα από τους θαμώνες του "Empire", ενός σκοτεινού μαγαζιού στα σοκάκια της Νέας Υόρκης που καμία σωστή μάνα δε θα ήθελε να δει το παιδί της να μπαίνει εκεί-γιατί περισσότεροι έβγαιναν ξαπλωτοί παρά όρθιοι.
Όμως ο Τζακ φαινόταν σχεδόν το πιο αθώο στοιχείο του "Empire". Δεν ήταν στ'αλήθεια σωματέμπορος, ή βαποράκι, ή θαυμαστής του Μπίμπερ, ή οποιοδήποτε άλλο είδος κατακαθιού που σύχναζε σε τέτοια κακόφημα μπαρ. Ήταν απλά ένας ανερχόμενος νέος τραγουδιστής με μεγάλη ανάγκη για χρήματα, που τραγουδούσε τα βράδια στο μπαρ για να διασκεδάζουν τα αποβράσματα, και περίμενε το μεγάλο άνοιγμα στην καριέρα του για να ξεκόψει από το έγκλημα. Ή έτσι άφηνε τους άλλους να πιστεύουν.
Στο μπροστινό τραπέζι, σε απόσταση αναπνοής από την πίστα, καθόταν μια γυναίκα. Ήταν κοντά είκοσι οκτώ χρονών, τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν το έβενο, το δέρμα της λευκό σαν το ελεφαντόδοντο, τα μάτια της πράσινα σαν το Βάζελο, δυο μεγάλα, ολοστρόγγυλα, σχεδόν παιδικά μάτια, που κάρφωναν τον Τζακ με μια σχεδόν θρησκευτική αφοσίωση. Ο Τζακ προσπάθησε να συνεχίσει να τραγουδάει το ρεπερτόριό του απερίσπαστος. Δεν τα κατάφερνε. Της έκανε νόημα να τον περιμένει μετά το κλείσιμο του μαγαζιού. 
Ήταν πέντε η ώρα. Η μυστηριώδης αυτή γυναίκα περίμενε τον Τζακ, ή το λεωφορείο, κανείς δεν ξέρει ακριβώς γιατί καθόταν στη στάση του λεωφορείου. Ο Τζακ την πλησίασε.
"Πώς σε λένε; Ποια είσαι; Γιατί με κοιτούσες έτσι; Γιατί τα μακαρόνια με κιμά είναι τόσο νόστιμο φαγητό; Δώσε μου μια απάντηση!"
"Με λένε Μάντελαϊν, Μάντελαϊν Τζέιμσον. Τα μακαρόνια με κιμά είναι τόσο νόστιμα γιατί Έτσι Θέλησε Ο Θεός. Και σε κοιτούσα γιατί...γιατί είσαι ο πατέρας του παιδιού μου."
"Αδύνατον! Δεν είσαι η ερωμένη μου! Απλά ισχυρίζεσαι ότι είμαι αυτός. Το παιδί δεν είναι γιος μου."
"Κι όμως, Τζακ. Είμαι εκείνη η ξεπέτα που έκανες σε εκείνο το πάρτι της αδελφότητας ΦΓΔ στο πανεπιστήμιο. Είχα πολύ περίεργα γούστα τότε."
"Γιατί ήρθες να με βρεις;"
"Γιατί κινδυνεύω, Τζακ."
"Κινδυνεύεις; Από ποιον;"
"Δεν μπορώ να σου πω..."
"Τότε να πα να γαμηθείς. Δε θα ασχολούμαι εγώ μαζί σου."
Με αυτά τα σκληρά λόγια, ο Τζακ σηκώθηκε κι έφυγε για το μικροσκοπικό διαμέρισμα που του επέτρεπε η σκληρή οικονομική του κατάσταση. Δεν ήξερε ότι, μόλις δευτερόλεπτα αργότερα, ένα Ντάλεκ θα εξολόθρευε την άμοιρη Μάντελαϊν. Ή έτσι άφηνε τους άλλους να πιστεύουν.
Μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, σε μια πόλη της Ελλάδας ονόματι Θεσσαλονίκη, ένας μπλόγκερ παύλα επίδοξος συγγραφέας του κώλου συνειδητοποίησε ότι αυτά που έγραφε δεν έβγαζαν νόημα με καμία Παναγία. Τι δουλειά είχε ένα Ντάλεκ να πεταχτεί μέσα στα σκοτεινά σοκάκια της Νέας Υόρκης και να σκοτώσει μια ανύπαντρη μητέρα με περίεργα γούστα; "Πώς θα το φέρω σε μια πιο αληθοφανή κατάσταση ...χμ...ε...χμ...λοιπόν, ξέρετε κάτι; Scratch that! Θα του γαμήσω τη μάνα!"
Πίσω στη Νέα Υόρκη, η Μάντελαϊν Τζέιμσον είχε εξολοθρευτεί από ένα Ντάλεκ. Ή έτσι άφηνε τους άλλους να πιστεύουν. Στην πραγματικότητα, αυτή που είχε εξολοθρευτεί ήταν η Μάντελαϊν Τζέιμσον 321-Β, ένας από τους χιλιάδες κλώνους της ορίτζιναλ Μάντελαϊν Τζέιμσον. Η ορίτζιναλ Μάντελαϊν Τζέιμσον ήταν σε μια μυστική βάση σε μια σπηλιά στο Νεπάλ, όπου και παρακολουθούσε το σχέδιό της να εξελίσσεται. Γιατί ο Τζακ ήταν ο Εκλεκτός. Και να τος! Έρχεται καβάλα σε έναν γιγάντιο πράσινο δεινόσαυρο, ακούγοντας τις σπαρακτικές κραυγές του κλώνου, για να σώσει τη μητέρα του παιδιού του. Είχε πέσει στην παγίδα της!
Αμέσως, από το πουθενά, εμφανίστηκαν εκατοντάδες κιτρινιάρηδες. Όλοι πάλευαν κουνγκ-φου. Ο Τζακ είχε περικυκλωθεί, κι ο δεινόσαυρός του είχε εξαφανιστεί. Ξανά. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αντί να του έρθουν ένας ένας όπως όλοι οι πολιτισμένοι εγκληματίες κάνουν σε όλα τα έργα του Χόλυγουντ, όρμησαν όλοι μαζί πάνω του. Αλλά ο Τζακ ήταν ο Εκλεκτός. Δεν μπορούμε να αφήσουμε τον Εκλεκτό να πεθάνει!
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Μέντορας, γνωστός στους κοινούς θνητούς και σαν Έντι Φαν Χάλεν, κι έβγαλε το φονικό του όπλο: την ηλεκτρική κιθάρα. Τα δάχτυλά του κινούνταν ανεξέλεγκτα πάνω στις χορδές καθώς τα ηχητικά κύματα γαμούσαν ανελέητα κιτρινιάρικους πάτους. Οι λακέδες της Μάντελαϊν δεν το άντεχαν. Σύντομα όλοι εξαφανίστηκαν. O Τζακ ρώτησε τον Μέντορα, "Τι στον πούτσο ήταν όλο αυτό;"
"Η Μάντελαϊν σε παγίδεψε, Τζακ", αποκρίθηκε ο Μέντορας. "Πρέπει να βρεις που κρύβεται και να την αντιμετωπίσεις. Rock on."
Και με αυτά τα λόγια ο Μέντορας έφυγε. Ο Τζακ έσκυψε πάνω από το πτώμα του κλώνου της Μάντελαϊν και το εξέτασε προσεκτικά. Παρατήρησε πίσω από το δεξί αυτί της ένα μόριο κοκκινοπράσινης σκόνης. Το ανέλυσε στο χημικό εργαστήριο που τύχαινε να κουβαλά στη δεξιά του τσέπη και, έξι δευτερόλεπτα αργότερα, έκανε την εξής διαπίστωση: "Μα φυσικά! Κρύβεται σε μια μυστική βάση σε μια σπηλιά στο Νεπάλ! Ολοφάνερο, αγαπητή μου Γουάτσον!" είπε στη φωτογραφία της Έμα Γουάτσον που κουβαλούσε πάντα στο πορτοφόλι του για να του κρατάει συντροφιά τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Αυτή δεν του απάντησε.
Ο Τζακ έκλεισε τα μάτια του και σκέφτηκε με προσήλωση ότι βρίσκεται σε μια μυστική βάση σε μια σπηλιά στο Νεπάλ. Έπιασε, αλλά βρέθηκε σε λάθος σπηλιά. Σε εκείνην που βρέθηκε οι επιστήμονες της CIA κάλυπταν την ύπαρξη των εξωγήινων από τους κοινούς θνητούς. "Σόρι, παιδιά, μήπως ξέρετε πώς θα βρω τη Μάντελαϊν Τζέιμσον;"
"Βέβαια, φίλε. Τρίτη σπηλιά δεξιά, πρώτο βουνό αριστερά, δεύτερο Γέτι αριστερά, ντουγρού μετά στην κατηφόρα και θα τη δεις φάτσα μπροστά σου."
Αφού τους ευχαρίστησε και πήγε στην τρίτη σπηλιά δεξιά, στο πρώτο βουνό αριστερά, στο δεύτερο Γέτι αριστερά και ντουγρού στην κατηφόρα, ξαφνικά το κινητό του χτύπησε, κάτι που ήταν πολύ παράδοξο γιατί δεν έχει σήμα πάνω στα βουνά.
Ήταν η μάνα του.
Είχε ξεχάσει να φορέσει ζακέτα το πρωί όταν έφυγε.
Κι έτσι πέθανε ο Εκλεκτός.
Όχι δα. Δεν μπορεί να πέθανε έτσι στην κορύφωση της ιστορίας. Αυτό θα ήταν ηλίθιο, σωστά;
Ο Τζακ μπήκε στη σπηλιά, έτοιμος να αντιμετωπίσει τη Μάντελαϊν. Αλλά δεν ήταν εκεί. Είχε πάει στα Μακντόναλντς να φάει. Οπότε κι αυτός πήγε να φύγει. Αλλά τότε σκέφτηκε τα μικρά παιδιά που τον θαύμαζαν γιατί μπορούσε να φάει είκοσι σοκολάτες σε δέκα δευτερόλεπτα. Θα τα απογοήτευε; Όχι δα! 
Η Μάντελαϊν γύρισε και κοίταξε με ένα βλέμμα φλογερού μίσους τον Τζακ.
"Δεν πέθανες;"
"Όχι."
"Κρίμα. Ας κάνουμε καυτό άγριο σεξ."
Και έκαναν.
"Ωραία. Τώρα που με ικανοποίησες, θα καταστρέψω την ανθρωπότητα."
"Γιατί με μισείς τόσο πολύ, Μάντελαϊν;"
"Γιατί όταν τα είχαμε ξέχασες μια φορά να κατεβάσεις το καπάκι της τουαλέτας."
"Συγνώμη". 
"Είναι ήδη αργά. Απόλαυσε το τσιγάρο σου όσο προλαβαίνεις, γιατί έχεις πέντε δευτερόλεπτα. Το κουμπί έχει ήδη πατηθεί. Δεν υπάρχει επιστροφή."
Πέντε δευτερόλεπτα αργότερα, η απειλή της Μάντελαϊν πραγματοποιήθηκε. Απελευθερώθηκε στην επιφάνεια της γης κάτι πολύ άσχημο, τόσο άσχημο που όλοι πέθαναν.
Κι έτσι δημιουργήθηκε το Fiat Multipla.
Κι αυτό ήταν το τέλος. Ή έτσι άφηνε τους άλλους να πιστεύουν.

Η επιστροφή του Εκλεκτού
Σε μια φτωχογειτονιά του Λος Άντζελες ζούσε ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Ο Τόμι και η Τζίνα.
Ο Τόμι δούλευε στο λιμάνι, αλλά η απεργία του Συνδικάτου τον άφησε στη μοίρα του. Η Τζίνα δούλευε όλη μέρα σε ένα φαγάδικο για τον άντρα της. Αλλά δεν πτοούνταν, γιατί είχαν ο ένας τον άλλον.
Εκεί όμως που ο Τόμι κι η Τζίνα ετοιμάζονταν να κάνουν τη βραδινή τους προσευχή, κι ο Τζον Μπον Τζόβι να σούρει στα δικαστήρια έναν μπλόγκερ από τη Θεσσαλονίκη, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή τους.
Ήταν ένας θλιβερός, ρακένδυτος ζητιάνος, ή τουλάχιστον έτσι άφηνε τους άλλους να πιστεύουν.
-Με λένε Πίτερ Πάρκερ, με τον Σπάιντερμαν απλή συνωνυμία, και είμαι ένας δύσμοιρος άστεγος. Έπαιζα κερδοσκοπικά παιχνίδια στο χρηματιστήριο και είχα ποντάρει στη χρεωκοπία της Ελλάδας, αλλά δυστυχώς ο Σαμαράς με τους αριστοτεχνικούς χειρισμούς του με διέψευσε και τα 'χασα όλα. Γαμώ το κεφάλι του, του μαλάκα. Μπορείτε να με φιλοξενήσετε, για να μη με φάει το κρύο και το αγιάζι;
-Ποιο κρύο και αγιάζι στο Λος Άντζελες ρε ηλίθιε; του είπε ο Τόμι κι ετοιμάστηκε να του κλείσει την πόρτα κατάμουτρα, αλλά τη Τζίνα την έπιασε το ψυχοπονιάρικό της και είπε να τον φιλοξενήσουν μερικές μέρες.
Σύντομα αποδείχτηκε ότι ο Πίτερ Πάρκερ δεν ήταν κι ο πιο εύκολος συγκάτοικος του κόσμου. Κάθε απόγευμα στις πέντε ήθελε ένα διπλό ελληνικό βαρύ γλυκό με τρεις φουσκάλες και καϊμάκι, τους Τάιμς της Άνω Μουσουνίτσας κάθε πρωί, ένα πακέτο Άσσο Άφιλτρο την ημέρα, ενώ μια μέρα έκανε μια λίστα για ψώνια που περιελάμβανε εικοσιπέντε βίδες, ένα πακέτο με έξτρα λαρτζ προφυλακτικά με γεύση κοκορέτσι, έναν σωλήνα PVC, μια μπαταρία αυτοκινήτου και το τελευταίο σιντί της Πάολας.
Ο Τόμι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με αυτή την κατάσταση, ωστόσο δεν τολμούσε να πει τίποτα στη Τζίνα γιατί την έβλεπε ότι λυπόταν τον άστεγο φιλοξενούμενό τους. Όταν, όμως, ο Πίτερ άρχισε να την πέφτει στη Τζίνα, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
-Δε με νοιάζει αν είσαι μόνος στους πέντε δρόμους, εδώ μέσα δε μένεις άλλο, του είπε εξοργισμένος ο Τόμι.
-Συγνώμη για τη γυναίκα σου, Τόμι, αλλά δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. Το χαμόγελό της μου ξυπνάει παιδικές αναμνήσεις, τότε που όλα ήταν δροσερά σαν τον καταγάλανο ουρανό. Πριν όμως μου κάνει μήνυση ο Άξελ Ρόουζ, θα σου πω όλη την αλήθεια. Δε με λένε Πίτερ Πάρκερ και δεν είμαι άστεγος, αλλά με λένε Τζακ και είμαι ο Εκλεκτός.
-Κι εγώ είμαι η τρίτη ξαδέρφη του Χωστήρα, του ξαναείπε ξαναεξοργισμένος ο Τόμι. Δε μας χέζεις, ρε Νταλάρα;
-Ακούστε με. Αν με πετάξετε έξω από το σπίτι, θα βρεθείτε σε μεγάλο κίνδυνο. Φτιάχνω ένα μυστικό όπλο ενάντια στη χειρότερη εγκληματική συμμορία του σύμπαντος. Μπόρεσα να εξουδετερώσω τη Μάντελαϊν, αλλά αυτό είναι το χειρότερο.
-Κι όλες αυτές οι περίεργες απαιτήσεις σου;
-Ήταν όλα μέρος του σχεδίου. Ο σωλήνας, οι βίδες, τα προφυλακτικά, η μπαταρία, όλα χρησίμευαν για το όπλο. Ο διπλός ελληνικός βαρύς γλυκός με τρεις φουσκάλες και καϊμάκι είναι η καύσιμη ύλη του. Οι Τάιμς της Άνω Μουσουνίτσας, η μόνη εφημερίδα που εμπιστεύομαι, γιατί όλες οι άλλες ελέγχονται, με ενημέρωνε για τις κινήσεις τους. Το σιντί της Πάολας το έβαζα να παίζει για να μπλοκάρει τα κύματα ανάγνωσης σκέψης με τα οποία προσπαθούσαν να με ανακαλύψουν.
-Και τα τσιγάρα;
-Α, αυτά τα κάπνιζα.
-Δε μας πείθεις, θλιβερέ πέφτουλα, παρενέβη τότε η Τζίνα. Ποιο είναι αυτό το τόσο εγκληματικό τσούρμο που πρέπει όλοι να φοβόμαστε;
-Δεν μπορώ να πω το όνομά του, γιατί θα διατρέξουμε όλοι μεγάλο κίνδυνο.
-Τότε είναι ο Βόλντεμορτ.
-Όχι, δεν είναι. Μακάρι να ήτανε!
Αυτή η τελευταία δήλωση έριξε σε φοβερό σοκ τον Τόμι και τη Τζίνα, που, όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, δε θα μπορούσαν να φανταστούν τίποτε χειρότερο από τον Βόλντεμορτ. Ο Τζακ πήρε τότε τη γενναία απόφαση να τους εξηγήσει.
-Πριν από πολλά πολλά χρόνια, τότε ακόμα που ήμουν ένας μαθητευόμενος μαχητής εναντίον του κακού, ο Μέντοράς μου, γνωστός στους κοινούς θνητούς και σαν Έντι Φαν Χάλεν, είχε πάει ταξίδι στον Παναμά. Με είχε αφήσει να ποτίζω τις γλάστρες του.
-Τι σόι γλάστρες μπορεί να είχε ο Έντι Φαν Χάλεν;
-Αυτό δεν είναι της παρούσης. Καθώς περιπλανιόμουν στο σπίτι του, ανάμεσα σε σουρωμένες γκρούπι, πεταμένα μπουκάλια αλκοόλ και κάτι τραγούδια που είχε γράψει ο Ντέιβιντ Λι Ροθ, ανακάλυψα μια μυστική πόρτα. Έκανα το λάθος να την ανοίξω και βγήκε από μέσα...
-Τι;
Τότε η συζήτηση διακόπηκε βιαίως από ένα τέρας που τους ξερίζωσε τη σκεπή. Ήταν ένα αποτρόπαιο θέαμα, ένα πλάσμα με σώμα δεινόσαυρου, δέκα κεφάλια που ξεφύτρωναν από διάφορα σημεία του σώματός του, διχαλωτή ουρά, που έβγαζε καπνούς από τα ρουθούνια του.
-Με συγχωρείτε, πώς θα βγω στο Χόλυγουντ; ρώτησε το τέρας.
-Τρίτος δρόμος δεξιά, αριστερά στο βενζινάδικο κι ακολουθείς την περιφερειακή του Κόμπτον, του είπε ήρεμα ο Τζακ.
-Ευχαριστώ, είπε το τέρας κι έφυγε.
Ο Τόμι κι η Τζίνα όμως, καθώς και οι λιμνούλες από τσισάκια που είχαν σχηματιστεί στο χαλί από κάτω τους, περίμεναν ακόμα τη συνέχεια της διήγησης.
-Τι βγήκε μέσα από την πόρτα του Φαν Χάλεν;
-...
Αυτή η δραματική παύση του Τζακ χρησίμευσε στο να κάνει την διήγηση πιο δραματική.
-Πες μας! Δεν αντέχουμε άλλο!
-...τους One Direction.
-ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ! αναφώνησε έντρομη η Τζίνα.
-Είναι λογική η αντίδρασή σου, Τζίνα. Τώρα όμως που είπα το όνομά τους, είναι σίγουρο ότι θα έρθουν να με βρουν. Τρέχω να φέρω το όπλο.
Και, πράγματι, όπως προέβλεψε ο Τζακ, σε λίγο εμφανίστηκαν ο Χάρι, ο Ζέιν και οι άλλες τρεις λούγκρες που ξεχνάω τα ονόματά τους, σε όλη τους την παρδαλή γκεοσύνη. Ο Τόμι κι η Τζίνα είχαν παραλύσει από φόβο και μόνο στην εμφάνισή τους, αλλά το χειρότερο δεν είχε έρθει ακόμα. Τα πέντε αγορίτσια που είχαν κάνει τόσο κακό στην ανθρωπότητα άρχισαν να τραγουδάνε τους αποτρόπαιους ήχους τους και να εξασκούν την τέλεια χορογραφία τους.
Τα ομοφυλοφιλικά κύματα άρχισαν να διαχέονται στο χώρο. Ξαφνικά ο Τόμι, αφού έπεσε στο πάτωμα με σπασμούς, σηκώθηκε με ένα φουλάρι στο λαιμό, τέλεια χτενισμένο μαλλί, ένα Ντάβιντοφ Λάιτ στο χέρι κι άρχισε να μιλάει για τις τελευταίες τάσεις της μόδας. Η Τζίνα έμεινε να κοιτάει εμβρόντητη.
Ο Τζακ έφτασε στο υπόγειο με το πανίσχυρο μυστικό όπλο του. Η ακτίνα που εκτόξευσε πατώντας τη σκανδάλη χτύπησε τον έναν από τους πέντε κατάστηθα και τον μεταμόρφωσε σε έναν μικροσκοπικό γυμνοσάλιαγκα, τον οποίο και τσαλαπάτησαν οι άλλοι τέσσερις καθώς χοροπηδούσαν σαν τα γκέι κατσίκια.
Δυστυχώς, όμως, η επίδρασή τους ήταν πολύ ισχυρή και ο Τζακ μεμιάς πέταξε το όπλο κι άρχισε να κάνει το YMCA. Η Τζίνα, σε μια έκρηξη θάρρους, άρπαξε το όπλο και έριξε την ακτίνα στους επικίνδυνους εγκληματίες, μεταμορφώνοντάς τους σε μία μύγα, ένα πεκινουά, ένα Τάρντις και τον Μάκλεμορ, αντίστοιχα.
Καθώς, όμως, διέλυαν τα κύματα, διαπίστωνε ότι ο Τόμι κι ο Τζακ δεν επανακτούσαν την αυτοκυριαρχία τους, δηλαδή εξακολουθούσαν να κάνουν σαν τις τζαζλές. Μάλιστα, εκείνη τη στιγμή σχολίαζαν τον Μάκλεμορ, ο οποίος φορούσε ένα παλτό του παππού που είχε αγοράσει από το ό,τι πάρεις ένα ευρώ.
Η Τζίνα δοκίμασε τα πάντα. Τους έριξε σφαλιάρες, τους έφερε να μυρίσουν γύρο και παστουρμά αρμένικο, έβαλε στην τηλεόραση WWE και Nascar, προσπάθησε μέχρι και Παντέρα να παίξει σε μια κιθάρα που βρήκε στην τσέπη της, τίποτα. Εν τέλει, σε μια κίνηση ύστατης απελπισίας, έβγαλε τη μπλούζα της κι απελευθέρωσε στον έξω κόσμο τα 36DD μεμέ που της είχε χαρίσει ο θεός, δηλαδή ο πλαστικός χειρουργός.
Το κόλπο έπιασε. Ο Τόμι κι ο Τζακ γύρισαν στα φυσιολογικά τους επίπεδα.
-Μα, πες μου, Τζακ, ρώτησε η Τζίνα, γιατί να έχει κρυμμένους τους One Direction στο σπίτι του ο Φαν Χάλεν;
-Στην πραγματικότητα είναι τα πέντε γκέι εξώγαμα που έκανε, και τα κρατούσε κρυφά για να μη μάθει ο κόσμος τη ντροπή. Μάκλεμορ, θέλω να πάρεις το Τάρντις, να πας πίσω στο 1984 και να σφραγίσεις εκείνη την πόρτα πριν την ανακαλύψω. 
Ο Μάκλεμορ υπάκουσε, με τα εξής σοφά λόγια: 
-This is fuckin' awesome!
-Και, γιατί ήταν απαραίτητο να έρθεις σε εμάς και να τους εξολοθρεύσεις, Τζακ; ξαναρώτησε η Τζίνα.
-Αν έρθεις μαζί μου, Τζίνα, θα μάθεις.
-ΤΙ; έκανε ο Τόμι. Δεν πιστεύω να φύγεις με αυτόν το λιμοκοντόρο που μας το παίζει κι εκλεκτός;
-Κοίτα, Τόμι, δε θέλω να παρεξηγηθείς, αλλά ήσουν πάντα νερόβραστος, η μόνη στάση που ήξερες ήταν η στάση Αντιγονιδών στην Εγνατία, κι όσο για μέγεθος φιστίκι Αιγίνης. Λέω λοιπόν να πάω να ζήσω την περιπέτεια με έναν αληθινό άντρα. Μπάι μπάι.
Και με αυτά τα λόγια, ο Τζακ και η Τζίνα καβάλησαν μια ιπτάμενη μοτοσικλέτα, την οποία κουβαλούσε ο Τζακ στην κωλότσεπή του, κι έφυγαν από την γκρεμισμένη σκεπή. Ο Τόμι ήταν βαθύτατα πληγωμένος, κι ένα μίσος είχε ξεκινήσει να χαράζεται στην ψυχή του.
-Θα σε εκδικηθώ, Εκλεκτέ! βροντοφώναξε. Μ'ακούς; Θα σε βρω και θα σε εκδικηθώ! Ό,τι και να κάνεις, όπου και να πας να κρυφτείς, από εμένα θα έχεις να φυλάγεσαι! Μόλις υπέγραψες τη θανατική σου καταδίκη! Μουαχαχαχαχαχα!

Η Τζίνα κι ο Τζακ βρίσκονταν αραχτοί, με τα μαγιό τους, σε μια ξαπλώστρα σε ένα από τα καλύτερα ξενοδοχεία της Χαβάης, και απολάμβαναν από μία Πίνα Κολάντα, όταν η Τζίνα άρχισε να ρωτάει:
-Δε μου είπες, Τζακ, γιατί επέλεξες το δικό μας σπίτι για να σώσεις τον κόσμο από την απειλή των One Direction;
-Η μοίρα σου, Τζίνα, δε σε προόριζε να μείνεις και να γεράσεις με αυτόν τον κλούβιο τον Τόμι. Είναι γραφτό σου να έρθεις μαζί μου και να κάνουμε πολλά μικρά Εκλεκτάκια.
-Και, για πες μου, εσύ πώς συνειδητοποίησες ότι είσαι ο Εκλεκτός;
-Είναι μεγάλη ιστορία. Δεν προτιμάς καλύτερα να πάμε να κάνουμε κανένα Εκλεκτάκι πίσω από εκείνους τους θάμνους;
-Όχι, θέλω να μου πεις την ιστορία.
-Μμμ, γυναίκες. Τέλος πάντων, θα σου πω την ιστορία.
Γεννήθηκα το 1969 στο Bumfuck της Αλαμπάμα. Ήταν μια μικρή πόλη και δεν υπήρχαν και πολλά να κάνεις. Μπορούσες να πας στο σχολείο, να βοσκήσεις τα γελάδια ή να διαβάσεις το τελευταίο τεύχος του τοπικού περιοδικού "Κτηνοτροφία και Κτηνοβασία", μέχρι εκεί. Από τις σημαντικότερες στιγμές της πόλης μας ήταν όταν έγινε στάση της μεγάλης περιοδείας των Lynyrd Skynyrd, για να βάλουν βενζίνη.
Το 1984, στις 9 Ιανουαρίου, στα δέκατα πέμπτα γενέθλιά μου, οι γονείς μου αρνήθηκαν να μου πάρουν το νέο φορτηγάκι που είχε φέρει ο Τζιμ ο Απατεώνας στο μαγαζί με τα φορτηγάκια. Έτσι αποφάσισα ότι δεν τους χρειαζόμουν, ότι μπορούσα να ζήσω μόνος μου κι ότι ήμουν πλέον αρκετά ώριμος για να τα καταφέρω.
Έφυγα νύχτα απ'το σπίτι, με μόνες προμήθειες ένα κομμάτι ψητό σκίουρο, μία μπύρα, ένα βιολί κι ένα φεγγάρι. Περιπλανήθηκα για πολλές μέρες στα βαλτοτόπια της Αλαμπάμα, σκαρφάλωσα σε χιονισμένα βουνά, βρήκα τον Μεγαλοπόδαρο, γλίτωσα από ορδές μανιασμένων ρέντνεκς και έχασα την παρθενιά μου, κάτι που με κατέστησε ανήμπορο να κάτσω για μερικές μέρες.
Εν τέλει, κάποια στιγμή που σταμάτησα σε μια πηγή να ξεδιψάσω, βρήκα ένα ασυνήθιστο θέαμα: μια ηλεκτρική κιθάρα ήταν καρφωμένη σε ένα βράχο, και από κάτω ήταν χαραγμένα τα εξής λόγια: "αυτός που θα καταφέρει να ξεσφηνώσει την Πρώτη Κιθάρα του Φαν Χάλεν από το βράχο θα είναι ο Εκλεκτός".
Φυσικά, η ιδέα του να γίνω ο Εκλεκτός με ιντρίγκαρε αφάνταστα, γιατί έτσι θα έδειχνα στους γονείς μου τι λάθος είχαν κάνει. Δεν ήξερα βέβαια ποιος ήταν αυτός ο Φαν Χάλεν, γιατί το μόνο ραδιόφωνο που είχαμε τότε στο χωριό έπαιζε αποκλειστικά Τζόνι Κας, αλλά ακουγόταν σαν κάποιος μυθικός Ιππότης από την Ευρώπη.
Στην αρχή δοκίμασα να την τραβήξω, αλλά μάταιος κόπος. Της έριξα κλωτσιές, τίποτα. Έφερα γερανό από την κοντινή πόλη να την τραβήξω, αλλά έσπασε το καλώδιο. Έβαλα εκρηκτικά κάτω από το βράχο, αλλά μου έσκασαν στη μούρη και πετάχτηκα από το γκρεμό σαν το Κογιότ. Στο τέλος αγανάκτησα, πήρα ένα Ούζι κι άρχισα να πυροβολώ την ταστιέρα.
Τότε όμως συνέβη κάτι το εκπληκτικό. Καθώς οι σφαίρες χτυπούσαν τις χορδές, παρήχθη ένας απόκοσμος ήχος, του οποίου την ταυτότητα σαν φτωχό επαρχιωτόπουλο δεν ήξερα ακόμα, και μόλις τελείωσαν οι σφαίρες η κιθάρα ξεσφηνώθηκε από το βράχο, άρχισε να αιωρείται στον αέρα, και μια δυνατή λάμψη με χτύπησε κατάμουτρα. Έπεσα κάτω από την τυφλωμάρα, και μια επιβλητική φωνή μου φώναξε:
-Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;
Το είχα ξανακούσει αυτό στο κατηχητικό.
-Ιησού, εσύ;
-Ναι, οπωσδήποτε. Δεν είμαι ο Ιησούς, αλλά ο Έντι Φαν Χάλεν και βλέπω ότι κατάφερες να ξεσφηνώσεις την Πρώτη Κιθάρα μου από το βράχο. Άρα είσαι ο Εκλεκτός!
-Μα...εγώ...πώς...δεν ξέρω...απλώς πυροβολούσα και...
-Μα, αυτό ακριβώς ήτανε το κόλπο! Για να ξεσφηνώσεις την κιθάρα έπρεπε να παίξεις το σόλο του Eruption, πυροβολώντας την ταστιέρα με Ούζι. Κι εσύ τα κατάφερες! Η μοίρα σου, Τζακ, δεν είναι να βόσκεις γελάδια στην Αλαμπάμα, αλλά να καταστείλεις το Κακό! και το Έγκλημα! σε κάθε μορφή του.
-Μα είμαι απλώς ένα φτωχό επαρχιωτόπουλο, δεν ξέρω τίποτα από κιθάρα ή από Εκλεκτούς, πώς θα τα καταφέρω;
-Μα, ανόητε, θα σε εκπαιδεύσω εγώ!
Λίγες μέρες αργότερα, βρισκόμουν στη βίλα του Φαν Χάλεν στην Καλιφόρνια, όπου και θα υποβαλλόμουν σε μια σειρά δοκιμασιών, για να διαπιστωθεί αν ήμουν έτοιμος να γίνω ο Εκλεκτός.
-Πρώτη δοκιμασία, Τζακ, είπε ο Έντι. Πάρε αυτό εδώ το τσιγάρο...
-Δεν καπνίζω, του είπα.
-Σκάσε, από εδώ και στο εξής καπνίζεις. Θα πάρεις αυτό εδώ το τσιγάρο, θα ανέβεις στη μηχανή που βλέπεις εδώ πέρα, θα πλαγιάσεις μέχρι το σκουλαρίκι σου να αρχίσει να βγάζει σπίθες στην άσφαλτο και θα το ανάψεις με αυτές τις σπίθες.
-Μα δε φοράω σκουλαρίκι.
Τότε πήρε ένα σκουλαρίκι και μου το τρύπησε κατευθείαν μέσα στο αυτί.
-Τώρα φοράς. Ξεκίνα.
Ανέβηκα στη μηχανή, με το τσιγάρο στο στόμα, μάρσαρα δυο-τρεις φορές και ξεκίνησα να τρέχω. Άρχισα να γέρνω, σίγουρος ότι θα σαβουρντηχτώ και θα μου πει "άστο, αγόρι μου, δεν κάνεις για Εκλεκτός, τράβα πίσω στα γελάδια σου", αλλά κατάφερα να τρίψω αρκετά το σκουλαρίκι για να πεταχτούν σπίθες, άναψα το τσιγάρο και ξαναήρθα όρθιος.
Η πρώτη τζούρα νικοτίνης πλημμύρισε τα πλεμόνια μου κι αμέσως ένιωσα ένα αίσθημα ευφορίας. Και με αυτό εννοώ ότι έπαθα κοκομπλόκο, άρχισα να βήχω και να φτύνω για δυο μέρες, άλλαξε ο μεταβολισμός μου κι έπαθα καρκίνο του πνεύμονα. Μείνετε μακριά από το τσιγάρο. Τζιζ.
Ο Έντι με κοιτούσε με ένα βλέμμα υπερηφάνειας κι έκπληξης.
-Ωραία τα πήγες. Ώρα για τη δεύτερη δοκιμασία. Βλέπεις αυτά εκεί τα δυο μελαχρινά που χάσκουν έξω απ'την αυλόπορτα περιμένοντας να βγω και να με πάρουν στο κυνήγι; Θα τα πάρεις και θα τα ικανοποιείς για δύο ώρες συνεχόμενα.
Αυτό πια φάνταζε αδύνατο. Έβλεπα τα μελαχρινά και ήταν πολύ ωραία μελαχρινά, αλλά όχι τόσο ωραία όσο εσύ, Τζίνα μου, κι άσε κάτω τη σαγιονάρα. Τα πήρα στο guest room, ξεκίνησα να τα ικανοποιώ, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να φανταστώ ό,τι πιο αντιερωτικό υπήρχε. Στην αρχή σκέφτηκα τη γελάδα μου τη Λίζα που είχα στο Bumfuck, αλλά αυτό είχε μάλλον τα αντίθετα αποτελέσματα.
Μετά άρχισα να σκέφτομαι τον Τζιμ τον Απατεώνα, έναν φοβερό μπίχλα που ήταν γεμάτος λεκέδες από χάμπουργκερ στο πουκάμισό του και την έπεφτε με χυδαίο τρόπο στις πελάτισσές του, αλλά τότε θυμήθηκα την πελάτισσά του την Πέγκι Σου, που ήταν ξανθιά, με στητό κώλο, ένα από τα πρώτα μου εφηβικά σκιρτήματα, κι αμέσως άλλαξα κανάλι γιατί είχαν περάσει μόνο περίπου τρία λεπτά και 26 δευτερόλεπτα και πέντε δέκατα.
Άρχισα να σκέφτομαι κάτι που δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει, αλλά ήταν άκρως αποτελεσματικό στο να μου μαλακώσει: φαντάστηκα τον Μάικλ Τζάκσον, γνωστό τραγουδιστή της εποχής, ότι έχει γίνει λευκός, με παραμορφωμένο πρόσωπο και παιδεραστής. Φυσικά αυτό δεν έγινε ποτέ, αλλά κατάφερα να αντέξω όχι δύο, αλλά τρεις ώρες.
-Λοιπόν, κορίτσια, πώς σας φάνηκα; ρώτησα ανάβοντας τσιγάρο, μια συμπεριφορά τελείως ηλίθια κι ανεύθυνη που κανένας σας δεν πρέπει να ακολουθήσει, γιατί μοιάζεις σαν ψώνιο όταν ρωτάς πώς της φάνηκες.
-Εξαιρετικός, είπε η μία.
-Ναι, σχεδόν σαν τον Έντι, είπε η άλλη, και άρχισαν και οι δύο μαζί να τρέχουν στο σαλόνι σκούζοντας ΕΝΤΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ! Ο Έντι, που παρακολουθούσε κρυμμένος σε μια ντουλάπα, βγήκε και με συνεχάρη.
-Και τώρα ήρθε η ώρα για τη δοκιμασία της δημιουργικότητας. Σου δίνω μια τσιχλόφουσκα, ένα μεταλλικό κοντάρι τεσσάρων μέτρων, ένα σουτιέν νούμερο 34C και έναν ηλεκτρικό αποχυμωτή. Με αυτά εδώ θα μου φτιάξεις μια συσκευή που διώχνει τα κουνούπια.
-Τι;
-Αυτό που άκουσες. Μας έχουνε φάει τα γαμιόλια, δεν μπορώ να παίζω κιθάρα και να ξύνομαι ταυτόχρονα. Ξεκίνα.
Είχα μείνει σαν χαμένος. Πώς γίνεται να φτιάξεις μια συσκευή που διώχνει τα κουνούπια με ένα μεταλλικό κοντάρι τεσσάρων μέτρων, μια τσιχλόφουσκα, έναν ηλεκτρικό αποχυμωτή και ένα σουτιέν νούμερο 34C;
Αλλά δύο μέρες μετά, ο Έντι ήρθε και με βρήκε.
-Μπράβο σου! Έχει να με βρει κουνούπι δύο μέρες. Πώς το κατάφερες με αυτά τα άκυρα υλικά που σου έδωσα;
-Πλάκα μου κάνεις; Πήγα στο σούπερ μάρκετ κι αγόρασα φιδάκι.
-Α. Αυτό είναι ακόμα καλύτερο! Σκέφτεσαι έξω απ'το κουτί, κι αυτό μου αρέσει. Επομένως κάνεις για Εκλεκτός. Αλλά τι έκανες με αυτά που σου έδωσα;
-Την τσιχλόφουσκα την έφαγα, με τον αποχυμωτή έστυψα μερικά πορτοκάλια να πίνουμε κανένα screwdriver, με το κοντάρι έκανα προπόνηση στο άλμα επί κοντώ και το σουτιέν...ε...δεν ξέρω τι απέγινε.
-Μάλιστα. Είσαι σχεδόν έτοιμος. Τώρα το μόνο που απομένει είναι να μάθεις καράτε κι άλλες πέντε πολεμικές τέχνες, είκοσι εφτά γλώσσες, ανώτερα μαθηματικά και προγραμματισμό, να μου κάνεις τη φορολογική μου δήλωση και να βρεις θεραπεία για το hangover, και θα είσαι έτοιμος να πολεμήσεις το έγκλημα.
Για τα επόμενα δύο-τρία χρόνια ήμουν φοβερά απασχολημένος με προπονήσεις, διάβασμα και χημικά πειράματα, ώσπου μια μέρα στις αρχές του 1987 ο Έντι μου είπε τα εξής σοφά λόγια:
-Είσαι πλέον έτοιμος να αντιμετωπίσεις το έγκλημα. Από μένα θα έχεις απεριόριστη πίστωση και δώρο αυτό το παντελόνι με τις μαγικές τσέπες που χωράνε τα πάντα και τα κοάλα. Αν ποτέ τα σκατώσεις, χτύπα ένα τηλέφωνο και θα έρθω να σε βοηθήσω. Α! Και να χρησιμοποιείς πάντα ψευδώνυμα. Αν ο κόσμος μάθει ποιος είσαι, πας χαμένος.
Θυμάμαι ακόμα την πρώτη μου αποστολή. Είχα να αντιμετωπίσω τον Χέρμπερτ τον Σατανικό Χασάπη, ο οποίος είχε δηλητηριάσει κόσμο και κοσμάκη με τα σάπια κρέατά του. Τον στρίμωξα μέσα στον καταψύκτη του, του έριξα μερικές στριφογυριστές κλωτσιές, η κίνηση-σήμα κατατεθέν μου πριν την σφετεριστεί ένας πουθενάς ηθοποιός ονόματι Τσακ κάτι, ούτε που θυμάμαι πως τον λένε, και πριν τον αποτελειώσω, τον ρώτησα:
-Γιατί, Χέρμπερτ; Γιατί;
-Γιατί η μικρή Κάθριν δε μου έδωσε την καρδιά της.
-Α, την είδα προχθές, σε μια συναυλία των Γκανς Εν Ρόουζες, να ουρλιάζει και να σκίζει το καλτσόν της για τον Άξελ Ρόουζ.
-Πώς; Ήταν συμμαθητής μας στο σχολείο. Αυτός ο καταραμένος μορφονιός. Πώς μπόρεσε; Τίποτα δε με νοιάζει πια. Αποτέλειωσέ με.
Τον αποτέλειωσα, αλλά συνειδητοποίησα ότι είχα κλειδωθεί μέσα στον καταψύκτη και η πόρτα ήταν πολύ γερή για να σπάσει. Όταν με βρήκανε, είχε πάει 2003, κάτι που εξηγεί γιατί είμαι μόνο 28 χρονών.
Πήγα στο πανεπιστήμιο, όπου και σπούδασα Δημιουργική Παπαρολογία, κι εκεί γνώρισα τη Μάντελαϊν. Έκανα το λάθος να της δώσω το αληθινό μου όνομα, ξεχνώντας τη συμβουλή του Μέντορά μου, κι εκείνη απελευθέρωσε στον κόσμο το σατανικό της δημιούργημα, το Fiat Multipla. Αλλά στη συνέχεια την κατατρόπωσα με τις τεράστιες σεξουαλικές ικανότητές μου.
Στην πορεία της καριέρας μου χρησιμοποίησα πολλά ψευδώνυμα. Άντολφ Φον Στάιγκερ, Γκιόργκι Τζαμπαζβίλι, Ουντέμπε Ουγκαντέντε, Νίκος Κούκος, Ακίρα Κουροσάβα, Μπράιαν Γκρίφιν, μέχρι και σαν Λούλα που τα κάνει Ούλα κυκλοφορούσα ένα διάστημα το καλοκαίρι του 2006, αν και δεν είμαι πολύ περήφανος γι'αυτό.
Αυτή τη στιγμή που μιλάμε εγώ είμαι ο επιτυχημένος Τούρκος επιχειρηματίας Ντολμά Καραγκιοζμπερντέ και εσύ η διάσημη Βιετναμέζα τραγουδίστρια Φακ Για Χο. Είναι απαραίτητα μέτρα προφύλαξης, αν και δε διαβλέπω κάποιον κίνδυνο εδώ.
Εκείνη τη στιγμή ο Τζακ ολοκλήρωσε τη διήγησή του και μια Χαβανέζα καμαριέρα έφερε ένα τηλέφωνο λέγοντας:
-Κύλιε Ντολμά, τηλεφώνημα από τη Λωσία.
-Ρωσία; Α, θα είναι ο φίλος μου ο Μιροσλάβ. Ντόμπρε ούτρα, Μιροσλάβ! Ατσγκόνια ταραβόνια, τσε εσ κα, ντα; Όι; Βούντκαγια καπούτσκαγια; Χούι, γκαντόν! Ντα, ντα, αεροφλότσκαγια να Ρούσκαγια. Γκλασνόστ.
Κι έκλεισε το τηλέφωνο.
-Τι έγινε, μωρό μου;
-Στη Ρωσία, κάποιος παρανοϊκός εμπρηστής απειλεί να κάψει όλα τα αποθέματα βότκας. Δυστυχώς πρέπει να εγκαταλείψουμε τις διακοπές μας και να πάμε να δούμε τι συμβαίνει.
Κι έτσι ξεκίνησαν για το αεροδρόμιο, μην έχοντας την παραμικρή ιδέα ποιος μπορεί να κρυβόταν πίσω από όλα αυτά. Αλλά οι αναγνώστες μάλλον υποψιάζονται ποιος είναι...

Η πτήση του Τζακ και της Τζίνα προς τη Ρωσία ήταν μάλλον αρκετά άβολη. Σε όλη την πτήση ένα δαιμονισμένο τετράχρονο τσίριζε σαν τη Νικόλ Νταφάκ όταν την παράτησε ο Λευτέρης, η Νικόλ Νταφάκ τσίριζε επειδή την παράτησε ο Λευτέρης, ένας χοντρός έτρωγε από μια ατελείωτη γαβάθα πατατάκια δίπλα τους, γεμίζοντας τον τόπο ψίχουλα, σάλια και αυγά βατράχου, ενώ αριστερά του Τζακ καθόταν ένα εξαιρετικά κακοντυμένο τραβέλι που του την έπεφτε με τον πιο γελοίο τρόπο που μπορείτε να φανταστείτε και δεν θα σας τον περιγράψω γιατί ο Εκλεκτός είναι ένα σοβαρό ανάγνωσμα.
-Στο 'χα πει, βρε αγάπη μου, του είπε η Τζίνα, να πάρουμε τον διακτινιστή.
-Πρώτον, πες το πιο δυνατά, υπάρχει μια κουφή γριά δέκα σειρές πιο πίσω που κοιμόταν και δε σε άκουσε. Δεύτερον, όπως σου έχω ήδη εξηγήσει, ο διακτινιστής βγήκε ελαττωματικός. Είχα τη φαεινή ιδέα να τον βασίσω στους χάρτες της Apple για το Iphone 5 και τώρα όπου και να του δώσω οδηγίες με βγάζει σε ένα μπουγατσατζίδικο στην Μπουρκίνα Φάσο. Και τρίτον, χρειαζόμαστε χρόνο για να καταστρώσουμε το σατανικό σχέδιο με το οποίο θα εξουδετερώσουμε τον παρανοϊκό εμπρηστή.
-Να φωνάξουμε τη Βερόνικα Δεσύλλα;
-Όχι, όχι, σε παρακαλώ μη με διακόψεις για λίγο. Πάρε το κινητό μου και παίξε λίγο Candy Crush όσο εγώ θα σκέφτομαι.
Η Τζίνα όμως δεν είχε καμία διάθεση να παίξει Candy Crush. Δεν καταλάβαινε γιατί ο Τζακ την υποτιμούσε τόσο πολύ. Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν ήταν απλά μια υπερμουνάρα με βυζιά 36DD και κώλο που τον είδε η Μπιγιονσέ και έπεσε σε κατάθλιψη! Είχε και λίγο νιονιό μέσα στο κεφάλι της. Άσε που είχε ξεκλειδώσει ήδη όλα τα επίπεδα και βαριόταν. 
Καθώς το αεροπλάνο πετούσε πάνω από το Καζακστάν, ένας περίεργος τύπος, ντυμένος στα ασπρόμαυρα, σηκώθηκε, αργά αργά, πήγε στο πιλοτήριο, έσπασε την πόρτα με μια κλωτσιά και ανακοίνωσε από τα μεγάφωνα, με χαρακτηριστικό βαρύ λάμδα:
-Πρόκειται για αεροπειρατεία! Θα πάμε όλοι στη Θεσσαλονίκη, και δε θέλω να ακούσω κιχ!
-Κιχ, είπε ο Τζακ βαριεστημένα.
-Το άκουσα αυτό! Θα σας καθαρίσω όλους!
-Θα μας κλάσεις...πήγε να πει ο Τζακ, αλλά ο αεροπειρατής τον σημάδεψε με το όπλο του. 
-Το βλέπεις αυτό; Δε σε κάνω πλάκα! Θα σε κάνω ελβετικό τυρί!
-Ελβετικό τυρί; Μήπως θες να πεις ελβετικό κασέρι; του αντιγύρισε ο Τζακ.
-Ε...τι με τα μπερδεύεις τώρα;
-Μα ναι, αφού τυρί είναι η φέτα, κι οι Ελβετοί δε βγάζουν φέτα, άρα αυτό που βγάζουν οι Ελβετοί είναι ελβετικό κασέρι, του εξήγησε ο Τζακ.
-Βέβαια...σαν να 'χεις δίκιο, φιλαράκι, παρ'όλα αυτά...
-Τελειώνετε με τις βλακείες! είπε απηυδισμένη η Τζίνα. Ας πα να το λένε και ελβετικό ματζαφλόκι, στ'αρχίδια μας κι εμάς Κωστής Παλαμάς. Κι εσύ όμως, καρντάσι, εξήγησέ μας, γιατί σου καύλωσε έτσι ξαφνικά να μας πας στη Θεσσαλονίκη; Έχουμε και μια βότκα να σώσουμε!
-Είναι μέρος του σατανικού μου σχεδίου, ανόητη! Θα σας προσγειώσω στην αυλή του Ιβάν Σαββίδη, και θα τον εκβιάσω ότι αν δεν κινήσει τα νήματα να πάρει το πρωτάθλημα η ΠΑΟΚάρα θα σας καθαρίσω όλους!
-Είναι τρελός! είπε ο Τζακ, αλλά ο Παοκτζής αεροπειρατής δεν τον άκουσε, γιατί είχε αρχίσει ήδη να τραγουδάει "ΩΩΩ, ΠΑΟΚΑΡΑ, ΕΧΩ ΤΡΕΛΑ, ΜΕΣ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ!"
Τελικά το αεροπλάνο προσγειώθηκε στην αυλή του Ιβάν Σαββίδη, γιατί ο Τζακ έκρινε ότι το πρόβλημα ήταν ανάξιο να ασχοληθεί μαζί του, κοτζάμ Εκλεκτός, που μεταξύ άλλων είχε εφεύρει το ασύρματο τηλέφωνο ντουζιέρας, την τηλεπαθητική μαστογραφία και την έξυπνη σήτα.
-Τι είναι αυτά ρε; Ποιος σας έμαθε να προσγειώνετε αεροπλάνα στην αυλή του κόσμου; είπε εξοργισμένος ο Ιβάν.
-Λοιπόν, Πρόεδρε, είπε ο Παοκτζής, άκουσέ με καλά. Άμα πάρει και φέτος το πρωτάθλημα ο κωλόγαυρος, θα τους καθαρίσω όλους μέσα στο αεροπλάνο!
-Αυτό ήταν όλο; Καλά, άσε μας τώρα στην ησυχία μας και τα λέμε τον Απρίλη στο Λευκό Πύργο.
Ο Παοκτζής έμεινε ικανοποιημένος από την απάντηση του Ιβάν και έφυγε για την Τούμπα. Ο Τζακ πήγε στον πιλότο και του είπε:
-Ωραία, και τώρα που τελειώσαμε με τον παλαβό, πάμε επιτέλους στη Ρωσία γιατί έχουμε και δουλειές.
-Μα...δεν έχει χώρο για να το απογειώσω.
-Και πώς είχε χώρο για να το προσγειώσεις;
-Ε...δεν ξέρω...
-Καλά ρε, κι εγώ πώς θα πάω στη Ρωσία;
-Ε...πάρε το λεωφορείο...
-Με δουλεύεις; Με την κίνηση της Λαγκαδά θα κάνουμε δύο αιώνες!
-Κι εγώ τι να κάνω;
-Φύγε από δω, ανίκανε, θα το πιλοτάρω εγώ. Έλα παιδιά, ανεβείτε, φεύγουμε.
-Περίμενε να τελειώσουμε το τσιγάρο μας ρε!
-Δεν περιμένω κανέναν σας. Διακυβεύεται η φήμη μου, η παγκόσμια ειρήνη και κυρίως η βότκα.
Ο Τζακ μπήκε στο πιλοτήριο κι άρχισε να κάνει όπισθεν. Ξαφνικά η Νικόλ Νταφάκ άρχισε να σκούζει:
-Κοίτα! Κοίτα το σπίτι!
-Τι; Τι έχει;
-Θα το χτυπήσεις, καλέ! Κόψε λίγο αριστερά. Ώπα. Ώπα, θα βρεις. Παρ'το όλο δεξιά. Έλα, έλα, έχεις χώρο, στοπ. Βγες αριστερά, όλο αριστερά, ναι, ναι, ωραίος, βγήκες.
Αφού η Λευτεροχτυπημένη κορασίδα έκανε κουμάντο στον Τζακ για να ξεπαρκάρει, και λίγες ώρες αργότερα, το αεροπλάνο προσγειώθηκε στη Ρωσία. Η πτήση ήταν μάλλον επεισοδιακή, γιατί η Τζίνα ήθελε να βγει στην μούρη του αεροπλάνου και να φωνάξει "Τζακ, άιμ φλάιιν!", αλλά προείχαν άλλα πράματα.
Μόσχα, μια τεράστια πόλη με μακραίωνη ιστορία και πολλά αξιοθέατα. Ο Τζακ κι η Τζίνα όμως δεν ήταν τουρίστες. Νοίκιασαν δύο ποδήλατα κι έφυγαν κατευθείαν για την Κόκκινη Πλατεία.
-Μα γιατί ποδήλατα; είπε η Τζίνα. Με ένα αυτοκίνητο θα φτάναμε πολύ πιο γρήγορα.
-Έχεις πάρει τριάμιση κιλά, της απάντησε ο Τζακ.
-Να σου δώσω μια...του είπε η Τζίνα, αλλά αποφάσισε να δώσει τόπο στην οργή προς το παρόν, αναλογιζόμενη τον κίνδυνο.
Οι δρόμοι γύρω από την Κόκκινη Πλατεία ήταν όλοι κλειστοί, αλλά ο Τζακ κατάφερε να πηδήξει πάνω από τα οδοφράγματα με χαρακτηριστική άνεση που του προσέφεραν οι δεκάδες ώρες GTA.
Και δεν ήταν κλειστοί χωρίς λόγο. Από τη μία μεριά, βρισκόταν μια επίλεκτη μονάδα του Ρωσικού στρατού, οπλισμένη μέχρι και το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού, και μπροστά από όλους ήταν ο Πούτιν, κραδαίνοντας μια μπαζούκα και συνοδευόμενος από τον Βάσια, την κατοικίδια αρκούδα του.
Κι από την άλλη, ο επικίνδυνος αυτός εγκληματίας, σκαρφαλωμένος στον ψηλότερο τρούλο του Αγίου Βασιλείου, με έναν πυροκροτητή στο χέρι. Η φιγούρα του τρομοκράτη φαινόταν ακαθόριστα οικεία στον Τζακ, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί την τροπή που θα έπαιρναν τα πράματα.
-Κατέβα αμέσως από εκεί πάνω, του φώναξε ο Πούτιν, για να μη γίνεις το πρωινό σνακ του Βάσια!
-Καμ εν γκετ ιτ, Βλαντ! φώναξε ο τρομοκράτης. Άμα δεν ικανοποιήσεις τα αιτήματά μου, πατάω το κουμπάκι και μπουμ!
-Στον Πούτιν πουτινιές ρε;
-Το ρισκάρεις; έκανε με σαδιστικό χαμόγελο ο τρομοκράτης.
-Προτείνω να μην το ρισκάρουμε, είπε του Πούτιν ο Τζακ, που είχε γλιστρήσει δίπλα του αθόρυβα.
-Άι στο διάολο! Με τρόμαξες, του είπε ο Πούτιν. Πολύ καλά. Κατέβα από εκεί πάνω να διαπραγματευτούμε το ζήτημα.
Κι έτσι κι έγινε. Καθώς πλησίαζε ο τρομοκράτης, ο Τζακ όλο και σκεφτόταν ότι αναγνώριζε από κάπου την αισχρή αυτή σκατόφατσα, αλλά δεν του ερχότανε το κλικ.
-Λοιπόν, πρότεινε ο Πούτιν, σε αντάλλαγμα για την ασφάλεια της πολύτιμης βότκας μας, σου δίνω δύο δισεκατομμύρια ρούβλια, πέντε πετρελαιοπηγές στη Σιβηρία και τα δικαιώματα για τη μεταφορά της μελλοντικής μου αυτοβιογραφίας, "Πούτιν: ο άνθρωπος, ο θρύλος, ο θεός" στον κινηματογράφο.
-Δε θέλω τίποτε από όλα αυτά, είπε ο τρομοκράτης, κι ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει στο αριστερό του αρχ... μάγουλο. Θέλω μόνο...
Ο Τζακ έφαγε τη φλασιά που τόσο πολύ περίμενε. Ήταν...
-...τη γυναίκα της ζωής μου.
...
...
...
...αυτή η δραματική παύση χρησιμεύει στο να κάνει τη διήγηση ακόμα πιο δραματική αλλά επειδή σας βλέπω έτοιμους να με λιθοβολήσετε με πατατάκια από την αγωνία σας θα σας δώσω την απάντηση που τόσο πολύ περιμένατε...
...ήταν o Παντελίδης.
-Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου, μονολόγησε ο Τζακ.
-Βρε αγόρι μου, του είπε ο Πούτιν, πάλι άρχισες τα ίδια;
-Δεν μπορώ να κοιμηθώ αν δε νιώθω το άρωμά της! έκλαψε ο αγαπημένος λαϊκός τροβαδούρος.
Ο Τζακ, ευτυχώς, είχε τον κατάλληλο τρόπο να επιλύσει όλην αυτή την κατάσταση.
-Παντελή, αγόρι μου, οι γυναίκες είναι σαν τα γραμματόσημα.
-Εννοείς ότι δεν τις χρησιμοποιεί κανείς πια γιατί όλος ο κόσμος στέλνει e-mail?
-Όχι, ότι όταν τις φτύνεις κολλάνε. Μην ξαναγράψεις άλλο τραγούδι για την πάρτη της, και θα σου έρθει τρέχοντας μετά από λίγο.
-Μα... η δισκογραφική με πιέζει να τους δώσω ένα πιασάρικο τραγούδι, τι να τους πω;
-Δεν είμαι ειδικός στα τραγούδια, παρενέβη ο Πούτιν, αλλά θα μπορούσες να γράψεις ένα τραγούδι για κάποιο ιστορικό πρόσωπο.
-Ναι; Δεν κακό...και σαν ποιο πρόσωπο δηλαδή;
-Ίσως...τον πρόεδρο της Ρωσίας!
-Άι, καλά, είπε ο Παντελίδης, πέταξε τον πυροκροτητή κι έκανε νόημα σε ένα ταξί για να φύγει.
-Μη φεύγεις! Έχω σκεφτεί και μερικούς στίχους!
-Σόρι, κύριε Πρόεδρε, αλλά δε θα μπορέσω, είπε ο Παντελίδης κι έκανε νόημα σε ένα άλλο ταξί, γιατί το προηγούμενο πήγαινε Γλυφάδα και δε βόλευε.
-Μα δε θες να ακούσεις τουλάχιστον το ρεφρέν;
-Άσ'τον, Βλαντ, έφυγε, είπε ο Τζακ. Ευτυχώς, τελείωσε κι αυτό.
Βιάστηκε πολύ να μιλήσει. Ο πυροκροτητής πλέον βρισκόταν στα χέρια κάποιου άλλου, πολύ πιο αποφασισμένου...
-Μην κουνηθεί κανείς! Μπορεί αυτός ο ατάλαντος σκυλάς να μην ανατίναξε τη βότκα, αλλά θα το κάνω εγώ, εκτός κι αν...
...αυτή τη φορά ήταν ο Τόμι...
-...η Τζίνα επιστρέψει στην αγκαλιά μου.
-Λυπάμαι, Τόμι, του είπε η Τζίνα, αλλά δεν μπορώ να επιστρέψω στη μπάμια σου όταν καθημερινά τρώω λουκάνικο. Θα πρέπει να βρεις κάποιαν άλλη.
-Μόλις καταδίκασες την ανθρωπότητα! είπε ο Τόμι και έκανε να πατήσει το κουμπί.
Ο Τζακ ανέλαβε δράση. Με ένα διπλό άλμα, τρεις στροφές στον αέρα και δύο τριπλά Άξελ, έριξε μια γερή κλωτσιά στο σαγόνι του Τόμι. Ο πυροκροτητής του έπεσε από τα χέρια. Όχι, δε γίνεται, δεν είναι δυνατόν!
Ο Τόμι προσπάθησε και αντιστάθηκε λυσσαλέα. Έδωσε μερικά θεαματικά χτυπήματα, μια διαστημική κλωτσιά και ένα Καμεχαμέχα. Αλλά ο Τζακ είχε από την πρώτη στιγμή το πάνω χέρι και, τελικά, βγάζοντας από την τσέπη του την Πρώτη Κιθάρα του Φαν Χάλεν, που είχε πάντα μαζί του για γούρι, τον τύλιξε με το καλώδιο σαν σαλάμι. Μάζεψε τον πυροκροτητή από την άσφαλτο.
-Αυτό το επικίνδυνο παιχνιδάκι πρέπει να καταστραφεί. Λοιπόν, Τζίνα, θα πας στη Μόρντορ, θα σκαρφαλώσεις στην κορυφή του Mount Doom και θα το πετάξεις μέσα...
-Τολμάς, γελοίε, να μου δίνεις οδηγίες; του είπε εξοργισμένη η Τζίνα. Που θα μου πεις εμένα ότι έβαλα τριάμιση κιλά; Τράβα στη μανούλα σου, και θα το σκεφτώ πολύ σοβαρά αν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ!
-Ρε συ Τζίνα, δεν το εννοούσα, σε παρακαλώ, γύρνα πίσω, έχεις τον πιο ωραίο, λαχταριστό, τσουπωτό, ζουμερό, πεντανόστιμο κώλο που έχω δει ποτέ μου!
-Ναι...μα δεν είπες τίποτα για τα βυζιά μου. Άρα δε σ'αρέσουν τα βυζιά μου. Άρα σηκώνομαι και φεύγω.
Και, σε μια επική ανατροπή, σηκώθηκε κι έφυγε.
Ο Τζακ ήταν συντετριμμένος. Ο Τόμι, χοροπηδώντας και κατρακυλώντας στο έδαφος, δεμένος χειροπόδαρα καθώς ήτανε, τον πλησίασε και του είπε:
-Τώρα κατάλαβες πώς νιώθω;
-Κατάλαβα, Τόμι.
-Τι κατάλαβες, Τζακ;
-Ότι όντως δε μ'αρέσουν τα βυζιά της. Είναι πολύ μεγάλα και δεν μπορώ να τα κουμαντάρω.
Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή, που οφειλόταν στην αμηχανία μεταξύ των δύο αντρών. Την σιωπή έσπασε τελικά ο Τζακ με την εξής σημαντική παρατήρηση: 
-Η κατάσταση μου θυμίζει ένα τραγούδι που θυμάμαι από το Guitar Hero: Πλοκάμι του Καρχαρία.
-Σώπα ρε! Είναι το αγαπημένο μου συγκρότημα. Ποιο απ'όλα;
-"Το χώμα βάφτηκε καφέ".
-Μα...πού κολλάει αυτό;
-Νιώθω κάτι να χαρχαλεύει χαμηλά στο άντερό μου. Περίμενέ με εδώ.
Ο Τζακ πήγε σε μια κοντινή καφετέρια και ξαλάφρωσε. Όταν γύρισε, ο Τόμι δεν βρισκόταν στο σημείο που τον είχε αφήσει. Ο Πούτιν ήταν ακόμα εκεί.
-Πού πήγε ο Τόμι;
-Είπε κάτι για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Θα πρέπει να βρίσκεται κάπου στο Βλαδιβοστόκ.
-Χμ. Περίεργο, είπε ο Τζακ κι έκανε μεταβολή κι έφυγε.
Πριν όμως προλάβει να περάσει το δρόμο απέναντι, τον χτύπησε ένα λεωφορείο.
Κι αυτό ήταν το τέλος του Εκλεκτού.
Δεν πέθανε. Αλλά από το χτύπημα έπαθε ολική αμνησία και όταν ξύπνησε νόμιζε ότι ήταν δημόσιος υπάλληλος στην Ελλάδα.
Δεν έμελλε να ξαναπολεμήσει ποτέ το έγκλημα.
Ή να κάνει οτιδήποτε άλλο.
Στο άκουσμα αυτής της είδησης, ο Έντι Φαν Χάλεν έγραψε ένα καινούριο τραγούδι, με τον εύγλωττο τίτλο "Ψόφος στο λεωφορειατζή που χτύπησε τον Τζακ" και εικοσιοχτώμιση σόλο που αν προσπαθήσει κανείς να τα παίξει θα στραμπουλήξει ανεπανόρθωτα τα δάχτυλά του. Ο Παντελίδης έγραψε κι αυτός ένα τραγούδι, με τίτλο "Γύρνα στην αγκάλη μου, γαμώ το κεφάλι μου" και θεματικό άξονα την πρώην του.
Ο Τόμι κατόρθωσε να δραπετεύσει από το Βλαδιβοστόκ, επέστρεψε στη Μόσχα, απέκτησε πρόσβαση στα μυστικά όπλα του Τζακ κι ορκίστηκε να προστατεύσει αυτός τον κόσμο από το κακό, στο όνομα του Εκλεκτού, τον οποίο είχε συγχωρέσει μετά που τον παράτησε κι αυτόν η Τζίνα. Δυστυχώς, ο Βάσια ακόμα δεν είχε φάει πρωινό, και ο Πούτιν χαρακτήρισε το κρέας του Τόμι "αντάξιο των λεπτών γούστων της προεδρικής αρκούδας".
Η Τζίνα, πικραμένη που οδήγησε στο τόσο άδοξο τέλος της καριέρας του Εκλεκτού, προσπάθησε να τον βρει για να επανορθώσει. Όταν όμως έφτασε στην Ελλάδα, γνώρισε έναν μπλόγκερ-συγγραφέα-μηχανολόγο στη Θεσσαλονίκη και έπεσε ξερή με την απαράμιλλη γοητεία του, το οξύ του πνεύμα και το απολλώνιο κορμί του, ξεχνώντας μια για πάντα τον Τζακ.
Όσο για τον Ιβάν, δεν κατάφερε, παρά τις υπόγειες πουστιές που έπαιξε, να κερδίσει το κατεστημένο του Μαρινάκη και ο κωλλόγαυρος πήρε για άλλη μια φορά το πρωτάθλημα. Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε. Το μόνο που ξέρουν όλοι είναι ότι πάνω από το κρεβάτι του βρέθηκε, με μαύρη μπογιά, το σύνθημα "Ρωσία καριόλα ο ΠΑΟΚ πάνω απ'όλα".
Κι έτσι τελειώνει η ιστορία μας. Τι περιμένατε; Χάπι εντ; Αυτά στο Χόλυγουντ. Εγώ είμαι δημιουργός με άποψη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ξέρετε, πολλές φορές συμβαίνει τα σχόλια να είναι ακόμη πιο έξυπνα, εύστοχα ή ουσιαστικά από την εγγραφή καθεαυτή. ΟΧΙ ΕΔΩ. Αν σας έρθει καμιά εξυπνάδα, κρατήστε την για τον εαυτό σας.